Αποσπάσματα από το βιβλίο του James Baldwin, Το κουαρτέτο του Χάρλεμ
εκδόσεις Πόλις, μετάφραση Χρήστος Οικονόμου
“Και μετά”, είπε σοβαρεύοντας, “αρχίζει και σε πιάνει φόβος. Όχι μια κι έξω όμως. Ξεκινάει σιγά σιγά, από τα δάχτυλα των ποδιών στους αστραγάλους, ύστερα ανεβαίνει στα μπούτια, φτάνει στον πισινό σου, και νιώθεις τ’απαυτά σου να γίνονται μούσκεμα. Καταλαβαίνεις ότι δεν είσαι σε τσίρκο, οι τύποι δεν παίζουν θέατρο, θέλουν στ’αλήθεια να σε σκοτώσουν”. Έσκυψε προς το μέρος του Άρθουρ. “Είναι δύσκολο να το πιστέψεις. Έχεις ακούσει ιστορίες, νομίζεις πως ξέρεις πώς είναι, αλλά τώρα τους έχεις απέναντι σου, τους κοιτάς και σε κοιτάνε, και δεν υπάρχει κανείς, μα κανείς να σε βοηθήσει”.
Έγειρε πίσω στην καρέκλα, με τα χείλη σφιγμένα, το μέτωπο ζαρωμένο. Χτύπησε σιγανά το πιρούνι του στο τραπέζι.
“Υπάρχει όμως και κάτι χειρότερο”. Σήκωσε το κεφάλι και μας κοίταξε. “Μπορεί κάποιος να σου είχε πει κάποτε πως αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να σε σκοτώσουν. Μπορεί να έχεις σκεφτεί πόσους άλλους σαν εμάς έχουν σκοτώσει ήδη. Γι’αυτό, άλλωστε, είσαι εκεί, και προσπαθείς να κρατήσεις γερά αυτή τη σκέψη στο μυαλό σου, να προκαλέσεις μιαν αναμέτρηση, να βάλεις ένα τέλος στο μακελειό”. Αναρίγησε λίγο, σαν κουτάβι, κι έβγαλε έναν αναστεναγμό. “Κανείς όμως δεν σου είπε ποτέ- ή κι αν σ’το ‘πε, δεν το άκουσες- ότι θέλεις κι εσύ να σκοτώσεις”. Έριξε μια ματιά στην Τζούλια. “Ναι, υπήρξαν πολλές φορές που ήθελα να σκοτώσει τον πατέρα μου. Μια εποχή, μάλιστα, σκεφτόμουν ότι ήθελα να σκοτώσω την αδερφή μου”. Χαμογέλασε. “Αλλά δεν ήταν αλήθεια, καταλαβαίνετε - ήταν ο πόνος που μ’έκανε να τα σκέφτομαι αυτά. Όταν είσαι όμως εκεί κάτω, κοιτάς όλα εκείνα τα λευκά πρόσωπα γύρω σου και θέλεις να σκοτώσεις κάποιον. Θέλεις να τους σκοτώσεις όλους, τον έναν μετά τον άλλο, μέχρι να βουτηχτείς ολόκληρος στο αίμα. Και ύστερα αρχίζεις ξανά και φοβάσαι, μα τώρα είναι ένας φόβος διαφορετικός. Τώρα φοβάσαι τον εαυτό σου. Φοβάσαι τι θα συμβεί στους φίλους σου, που κάθονται δίπλα σου τώρα, αν δεν μπορέσεις να κουμαντάρεις τον εαυτό σου. Και μετά συνειδητοποιείς πως δεν είσαι στο τσίρκο, αυτοί που στέκονται απέναντι σου είναι άνθρωποι αληθινοί, σαν εσένα, επειδή, τώρα, έχεις αρχίσει πια να γίνεσαι σαν αυτούς. Αυτή η σκέψη σε παραλύει ολόκληρο. Και τότε, είτε το έχεις ξανακάνει είτε όχι, αρχίζεις να προσεύχεσαι. Γιατί ξέρεις πως αυτή είναι η κόλαση”.
Οι αστυνομικοί ήταν όμως ακόμα έξω, κι έπρεπε να περάσουμε ανάμεσά τους για να γυρίσουμε σπίτι. Ένας ή περισσότεροι από εμάς μπορεί να μην έβγαζαν τη νύχτα. Κάποιοι σίγουρα δεν θα έβγαζαν τη χρονιά. Και αυτό βέβαια δεν είχε σχέση με την αναπόδραστη θνητότητα του ανθρώπου. Είναι άλλο πράγμα να ξέρεις ότι θα πεθάνεις και τελείως διαφορετικό να ξέρεις ότι μπορεί να σε σκοτώσουν. Γνωρίζαμε πως δεν μπορούσαμε να περιμένουμε ούτε βοήθεια ούτε έλεος από τους συμπολίτες μας, παρότι με ορισμένους απ’αυτούς μας συνέδεαν κυριολεκτικά δεσμοί αίματος. Παρ’όλα αυτά, η χαρά και η δύναμη που ένιωθα μέσα μου και μέσα σε όσους βρίσκονταν γύρω μου ήταν το ίδιο αληθινές με τον κίνδυνο που αντιμετωπίζαμε, και μας είχαν βοηθήσει να περάσουμε από πολλές σκληρές δοκιμασίες - και θα μας βοηθούσαν να περάσουμε εξίσου και τις πολλές δοκιμασίες που μας περίμεναν.
Είχα μάθει ήδη αρκετά, οπότε απέφυγα να κοιτάξω προς το μέρος του. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και φύγαμε.
Μόνο που δεν έγινε έτσι απλά. Ήμασταν όλοι προετοιμασμένοι να φύγουμε από την εκκλησία και να διασχίσουμε τον δρόμο. Προχωρήσαμε χωρίς να χρονοτριβούμε, κάποιοι μας καληνύχτισαν βιαστικά και έφυγαν. Ένιωθες στην ατμόσφαιρα την ταπείνωση, την αγανάκτηση, το μίσος, τον φόβο. Τα νεύρα των αστυνομικών με τις μοτοσικλέτες κι εκείνων που κάθονταν στα περιπολικά ήταν έτοιμα να σπάσουν. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι είχαν περάσει μια εξουθενωτική δοκιμασία, περιμένοντας τόσες ώρες έξω από την εκκλησία, καθώς οι αράπηδες τραγουδούσαν, έβγαζαν λόγους και συνωμοτούσαν ανοιχτά εναντίον τους, ή και τους χλεύαζαν ακόμα. Ήταν καλύτερο να απομακρυνόσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα από το οπτικό τους πεδίο, γιατί κυριολεκτικά δεν άντεχαν να σε κοιτάζουν. Οτιδήποτε μπορούσε να σταθεί αφορμή για βία ή και για φόνο ακόμη· ή, πολύ απλά, μπορεί κάποιος απ’αυτούς να τρελαινόταν και να άφηνε ελεύθερο τον καταπιεσμένο οργασμό του - γιατί τ’αρχίδια τους είχαν πρηστεί πολύ και τους πονούσαν. Γι’αυτό, λοιπόν, φρόντιζες να περπατάς με κανονικό ρυθμό, ούτε πολύ γρήγορα ούτε πολύ αργά, κρατώντας το βλέμμα καρφωμένο σε κάποιο αόρατο αντικείμενο μπροστά σου. Ύστερα, φτάνοντας στο αυτοκίνητο, έμπαινες άρον άρον μέσα κι έβαζες ασφάλεια στις πόρτες. Χωρίς να κοιτάς πίσω σου, γύριζες το κλειδί παρακαλώντας να πάρει μεμιάς μπροστά η μηχανή και στη συνέχεια περνούσες από μπροστά τους πολύ προσεκτικά και απομακρυνόσουν. Και μόνο τότε άφηνες να βγει η ανάσα που τόση ώρα κρατούσες, μα και πάλι δεν κοίταζες πίσω σου. Αν κάποιος μας ακολουθούσε, θα το μαθαίναμε πολύ σύντομα.
Υπήρχε κάτι τόσο ειρωνικό, τόσο άσκοπο σε όλα αυτά. Μια όμορφη βραδιά σ’έναν πανέμορφο τόπο. Όλα εκείνα τα χρόνια που πηγαινοερχόμασταν στον Νότο, ένα πράγμα ήθελα πάντοτε να πω σε εκείνους τους δυστυχισμένους λευκούς που πάσχιζαν να μεταμορφώσουν τον εαυτό τους και τα παιδιά τους σε τέρατα: Κοιτάξτε. Δεν είμαστε εμείς που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε, αλλά εσείς. Εσείς είστε που δεν μπορείτε να ξεχάσετε. Εμείς δεν ασχολούμαστε μέρα-νύχτα με το πόσο μας ενοχλεί η παρουσία σας. Έχουμε κι άλλα πράγματα να κάνουμε στη ζωή μας - εσείς δεν έχετε τίποτα άλλο να κάνετε; Ίσως όμως να μην έχετε. Ίσως πραγματικά να μην έχετε τίποτα άλλο να κάνετε. Ίσως η διαφορά ανάμεσά μας να είναι ότι εγώ δεν βίασα ποτέ τις μανάδες ή τις αδερφές σας, ή, κι αν το έκανα, ήταν από την οργή μου, όχι επειδή έτσι έμαθα να κάνω, όχι επειδή είναι αυτός ο τρόπος ζωής μου. Κάποιες φορές, μάλιστα, μπορεί να αγάπησα τις μανάδες και τις αδελφές σας, και να με αγάπησαν κι εκείνες. Εγώ μπορώ να το πω αυτό σ’εσάς, εσείς όμως δεν μπορείτε να το πείτε σε μένα. Δεν ξέρετε πώς να το πείτε. Δεν μπορείτε να το θυμηθείτε και δεν μπορείτε να το ξεχάσετε. Δεν μπορεί να ξεχάσετε τα μαύρα στήθη που σας βύζαξαν γάλα, μα δεν τολμάτε κιόλας να τα θυμάστε. Ίσως η διαφορά ανάμεσά μας είναι ότι μπορεί να βυζάξατε το γάλα της μάνας μου ή της γιαγιάς μου, κι αυτές μου έμαθαν να μη σας μισώ - ποιος μπορεί να μισήσει ένα μωρό; Εσείς όμως μπορείτε, γι’αυτό και με φωνάζατε “αραπάκι”. Ίσως η διαφορά ανάμεσά μας είναι ότι εγώ δεν φοβήθηκα ποτέ τον πούτσο που κουβαλάς, όπως όλοι οι άντρες, ανάμεσα στα πόδια σου και δεν οργάνωσα πικ νικ για να σου τον κόψω μπροστά στα επευφημούντα πλήθη.
Νομίζετε ότι με νοιάζει ότι είσαστε λευκοί; Διόλου δε με νοιάζει αυτό - εγώ δεν έχω ανάγκη να αποδείξω το χρώμα μου. Κι ούτε θα έμπαινα ποτέ στον κόπο να προσέξω το δικό σας χρώμα, αν δεν αγωνιούσατε τόσο πολύ να αποδείξετε πως είσαστε λευκοί. Γιατί όμως; Γιατί πασχίζετε τόσο πολύ να δείξετε πως είσαστε λευκοί, και μάλιστα σ’εμένα; Ξέρω όμως ποιος είναι ο λόγος. Φοβάστε ότι έχετε ζήσει τόσα πολλά χρόνια μαζί μου, ώστε πλέον έχετε πάψει να είστε λευκοί. Και αυτό είναι αλήθεια μάλλον, όμως στην πραγματικότητα δεν ήσασταν ποτέ λευκοί. Κανείς δεν είναι. Κανείς, μα κανείς δεν θέλησε ποτέ να είναι λευκός, εκτός από εκείνους που φοβούνται να είναι μαύροι. Μα δεν υπάρχει φόβος να είσαι μαύρος. Εγώ το ήξερα αυτό προτού ακόμα σας γνωρίσω, και μου το μάθατε ξανά εσείς όταν σας γνώρισα.
Ίσως το να είναι κανείς λευκός να μην είναι μια νοητή κατάσταση, αλλά μια τρομακτική φαντασίωση, μια ηθική επιλογή.
Αν έφτασες εδώ κατά λάθος, αυτό είναι το newsletter μου, Don’t tell me how it ends. Aν θες να διαβάζεις κάθε Κυριακή πρωί ένα προσωπικό essay με πολλά ερωτηματικά και ελάχιστες απαντήσεις, I’m your girl. Welcome to my messy world. 👇