«Περιμένω πως και πως να πάμε στο διαμέρισμα, να καθίσω στο μπαλκόνι με ένα φλυτζάνι τσάι και ένα τσιγάρο». 

Η δήλωση για το τέλος του ταξιδιού, ενώ περιμέναμε στην ουρά για τον έλεγχο των εμβολίων μας και της λοιπής χαρτούρας, ήταν αυθόρμητη. Μπροστά μας οι άλλοι 397 της πτήσης Άμστερνταμ- Σαντιάγο. Κατεβήκαμε σχεδόν τελευταίοι, μετά από συνολικά 19 ώρες πτήσεων, συν έξι στα αεροδρόμια, συν έξι αναμένοντας να φύγει η πτήση Άμστερνταμ- Σαντιάγο. 

Ήθελα πάρα πολλά, όπως αποδείχθηκε. Το επόμενο 24ωρο όχι μόνον δεν ήταν εύκολο, αλλά παρ’ ολίγον να ήταν και το τελευταίο μας εδώ. 

Ήταν το 24ωρο που περάσαμε στο αεροδρόμιο, στην εγκαταλειμμένη θύρα 15, μαζί με δύο ακόμη ανθρώπους που είχαν την ίδια τύχη, έναν Φινλανδό πολυταξιδεμένο που πουλά «υπηρεσίες και προϊόντα ασφάλειας» στη Λατινική Αμερική – τρόπος ευγενικά να περιγράψεις και το εμπόριο όπλων στο χωριό μου- και έναν Ινδό που ήρθε εδώ να δουλέψει, σκλάβος του 21ου αιώνα, και τα καινούρια αφεντικά δεν του είχαν δώσει τίποτε άλλο πλην του εισιτηρίου του. 

Όταν φτάσαμε μπροστά στο γκισέ για τον έλεγχο των χαρτιών μας, εκεί που υπολόγιζα ότι σε δύο ωρίτσες θα άραζα στο μπαλκόνι, εγώ κι ο κύριος Καρέλιας, ξεκίνησε ο εφιάλτης. Κι όπως κάθε σωστός εφιάλτης απαιτεί να πιάσεις τα πράγματα από την αρχή. 

Οι εκλογές στη Χιλή είναι την 21η Νοεμβρίου, την Κυριακή που μας έρχεται. Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου τα μέτρα για την είσοδο ξένων στη χώρα ήταν όμοια με άλλων ανεπτυγμένων κρατών. Των πιο αυστηρών, αλλά όμοια.

Περίπου 45 ημέρες πριν τις εκλογές εισήχθη ένα νέο, μοναδικό λέει η ως τώρα έρευνά μου, μέτρο. Η αναγνώριση του εμβολίου σου από το Χιλιανό κράτος. Που σημαίνει πως αποστέλλεις ηλεκτρονικά τα αποδεικτικά του εμβολίου σου, και έρχονται σε επαφή, στην περίπτωσή μας με τη ΕΕ, για να διαπιστώσουν αν λες αλήθεια, αν το χαρτί που έστειλες είναι αληθινό, σωστό. Στην ηλεκτρονική φόρμα ζητούν ακόμη και την παρτίδα – ευτυχώς δέχθηκαν τα στοιχεία μας και χωρίς αυτήν.

Είχαμε συμπληρώσει τη φόρμα την 5η Νοεμβρίου. Όμως, καθώς οι οδηγίες έλεγαν πως «μπορεί να χρειαστούν και 45 ημέρες» για να γίνει η επιβεβαίωση, απευθύνθηκα στην πρεσβεία της Χιλής στην Αθήνα. Μου είπαν, ευγενέστατα, να μην ανησυχώ και όλα θα πήγαιναν καλά – το πολύ δεκαπέντε μέρες ήθελε, άλλο τι έγραφαν. Ας πάμε με το καλό και βλέπουμε.

Έτσι και κάναμε. Και ακόμη πιστεύω ότι μας είπαν την αλήθεια. Μας έδωσαν ειλικρινά την πληροφορία όπως την έχουν από τις χιλιάνικες αρχές. Χρειάζονται το πολύ 15 ημέρες από αυτό το απρόσωπο σύστημα, έτσι το ανέφεραν, ως «σύστημα» που «δυστυχώς δεν μπορεί να επηρεαστεί».

Με την άφιξη στο αεροδρόμιο, Κυριακή βράδυ, ανακαλύψαμε πως οι χιλιάνικες αρχές δεν σηκώνουν κανενός είδους γραφειοκρατικά παιγνίδια. Και η αυστηρότητά τους είναι η πανταχού παρούσα φωνή της εξουσίας. Που σκεπάζει τον τρόπο των ανθρώπων και μας στοίχειωσε στο αεροδρόμιο. 

Κυριακή βράδυ όλα είναι κλειστά. Ειδικά οι δημόσιες υπηρεσίες. 

Η νεαρή που μας ανέλαβε, να δει τα χαρτιά – εμβολιασμό πλήρη, ελληνικό κι ευρωπαϊκό πιστοποιητικό, αρνητικά pcr με σωστές ημερομηνίες,  δήλωση ότι έχουμε κάνει ότι χρειάζεται από πλευράς μας για την ταυτοποίηση των εμβολίων, επιστολές με τις εδώ αρχές, το γράμμα διαπίστευσης με την υπογραφή του Κωνσταντίνου Πουλή (που ευτυχώς είχε πάνω σήματα του ΤΡΡ και τζίφρες)… τα είδε και ήθελε να βοηθήσει. Ειδικά όταν είδε και όοοοολη την ανταλλαγή μηνυμάτων με το υπουργείο Εσωτερικών, όλες τις διαπιστεύσεις, τα διαβατήρια, τις φωτογραφίες για τις κάρτες Τύπου, την διεθνή μου ταυτότητα και την ταυτότητα της ένωσης συντακτών… Ήταν λίγο αστείο, να σου ζητούν τη δημοσιογραφική σου ταυτότητα ενώ έδειχνες ότι σε είχε αποδεχθεί ως επαγγελματία το υπουργείο τους των Εσωτερικών. Μόνο που, στο τελευταίο  του μήνυμα, ο υπεύθυνος του τμήματος για τον Ξένο Τύπο δεν έγραφε ότι έχουμε λάβει ήδη την άδεια. Είχαμε κανονίσει να τα παραλάβει η μεταφράστριά μας, η Μάκα, από το γραφείο του και δε χρειαζόταν, νομίζαμε. Το τελευταίο του μήνυμα, λοιπόν, έγραφε «όλα τα χαρτιά σας είναι εντάξει, θα τα πούμε από κοντά». Όλα αυτά, η δίωρη ανάκριση, το ξαναλέω, ήταν γιατί το κορίτσι στο γκισέ ήθελε να μας βοηθήσει. 

Η προϊσταμένη της διαφωνούσε. Έλεγξε τρεις φορές τα πάντα, πήρε τηλέφωνα, μίλησε με τη Μάκα, που τη διαβεβαίωσε ότι όσα λέμε ισχύουν, και είναι κι εκείνη μέλος της εδώ Ένωσης.. Δεν έφτανε τίποτε. Τίποτε δεν ήταν αρκετό. Δυστυχώς, αφού δεν είχε βγει το καινούριο αυτό χαρτί, της ταυτοποίησης, δεν μπορούσαμε να μπούμε στη χώρα. Είμασταν τράνζιτο. 

Ήταν Κυριακή βράδυ. Θα μέναμε εκεί, στο αεροδρόμιο, όσο χρειαζόταν για την επόμενη πτήση, να μας φέρει πίσω στην Ευρώπη. Αυτό θα το αναλάμβανε η αεροπορική εταιρία, έπρεπε να μας βάλει στην πρώτη πτήση που είχε για το Αμστερνταμ, απ’ όπου ήρθαμε. Έτσι προβλέπει η διεθνής συμφωνία / νομοθεσία, σε περίπτωση απέλασης. Στη δική μας περίπτωση. Η Χιλή μας απέλαυνε.

Είμασταν τυχεροί μες σε όλη αυτή την τρέλλα. Η KLM, με την οποία ταξιδεύαμε, δεν είχε πτήση πριν την Τρίτη το πρωί. Η απέλασή μας έπρεπε να περιμένει ως τότε. Σε αυτό το χρόνο, της μιάμιση μέρας, έπρεπε να δούμε τι μπορούσαμε να κάνουμε για να βγει το περίφημο χαρτί ή να κινητοποιηθεί το υπουργείο Εσωτερικών, για να μπούμε στην χώρα. Είχαμε κάποιο χρόνο. Χρόνο που έπρεπε να περάσουμε στο αεροδρόμιο, υπό την επίβλεψη της αστυνομίας και της αεροπορικής.

Παρεμπιπτόντως, σε δύο πτήσεις, Αθήνα – Αμστερνταμ και Άμστερνταμ – Σαντιάγο, όλα μας τα χαρτιά είχαν ελεγχθεί, βάσει όσων έχει στα χέρια της η αεροπορική εταιρία, είχαν θεωρηθεί επαρκή και μας είχε επιτραπεί να μπούμε στην πτήση. Παρεμπιπτόντως, ο έλεγχος γίνεται με βάση τις οδηγίες της κυβέρνησης της Χιλής και απαιτούσε να έχουμε κάνει την αίτηση. Όπως ακριβώς μας τα είχε πει κι η πρεσβεία της Χιλής στην Αθήνα.

[Στο μεταξύ, έξω από το αεροδρόμιο, ο ταξιτζής μας, ο Γκουστάβο, που θα μας πήγαινε οικονομικά στο νοικιασμένο μας νέο σπίτι των 15 ημερών, περίμενε υπομονετικά για τέσσερις ώρες, απ’ έξω, ώσπου να του πούμε ότι δεν φαινόταν να βγαίνουμε εκείνη τη μέρα. Τον ψάχνω να τον πληρώσω τον καλό άνθρωπο..]  

Σωτήρια αποδείχθηκε η απόφασή μας να επικοινωνήσουμε με την πρεσβεία μας στο Σαντιάγο. Έντεκα το βράδυ και η κυρία Χρυσή Διαμαντίδου ξεκίνησε το δικό της μαραθώνιο, για χάρη μας. Μόνο που, όπως μας είπαν κι εκείνη και η Μάκα, οφείλαμε να παραμείνουμε στο αεροδρόμιο. Τα διαβατήρια μας παραδόθηκαν στην (ένοπλη με ημιαυτόματα) αστυνομία. Οι υπάλληλοι της KLM μας οδήγησαν στην πύλη 15, που δεν χρησιμοποιείται και «έχει κοντά εστιατόριο, τουαλέτες».. Πλήρωσαν το δείπνο μας, συστήνοντάς μας και με τους δύο ακόμη ανθρώπους που είχαν μείνει εκτός. 

Κοιμηθήκαμε στην θύρα 15. Δουλέψαμε από κει. Περάσαμε τη νύχτα και τη μέρα μετακινούμενοι από τις μπρίζες της πάνω πλευράς της πύλης στα ράντζα που ξετρύπωσε, στο κάτω μέρος της ο φινλανδός ομοιοπαθής. Ποιοί είχαν κοιμηθεί εκεί και αν ποτέ κανείς τα απολύμανε έμεινε μυστήριο. Πάντως όσο είμασταν εμείς εκεί, δεν ήρθε να απολυμάνει κανείς… 

Τα γεύματά μας ήταν υποχρεωμένη να τα παράσχει η KLM, γιατί όλο αυτό επισήμως θεωρούνταν δικό της λάθος. Τουλάχιστον σε μία περίπτωση ξέχασε να μας ταϊσει. Είμασταν όλοι ικανοί να ανταποκριθούμε στο έξοδο, πλην του Ινδού φίλου, που είχε έρθει μόνο με το εισιτήριο του άγνωστου αφεντικού. Το κατάλαβε πρώτος ο φινλανδός και ανέλαβε τα έξοδα, προς τιμήν του. (Οπως ανέλαβε και την έλλειψη νικοτίνης της υπογράφουσας, με ενα μαγικό σπρέυ που παίρνει πάντα μαζί του στα ταξίδια, και που μου το χάρισε). 

Τη Δευτέρα το πρωί ξεκίνησε ο δεύτερος μαραθώνιος και για τις δύο κυρίες που μας βοηθούσαν. Η πρεσβεία να μιλά και με το υπουργείο εσωτερικών και με το υπουργείο υγείας, η Μάκα με το Εσωτερικών, τομέα πληροφοριών, και τις πηγές της που ίσως μπορούσαν να βοηθήσουν. Κι εγώ, να επικοινωνώ με φίλους εδώ και αλλού, που μου έλεγαν πως όλα αυτά δεν γίνονταν τυχαία, αλλά «ευτυχώς μιλάει η πρεσβεία σου και αυτό θα αποτελέσει πίεση προς θετική εξέλιξη». 

Ήταν σίγουροι ότι όλα αυτά δεν γίνονταν τυχαία. Πίστευαν ότι και το σχέδιο των 45 ημερών είχε νόημα αποτρεπτικό και το screening των ξένων που έρχονταν ήταν βέβαιο. Με αυτό τον τρόπο, αν δε σε ήθελαν φρόντιζαν να σε «κόψουν». Ακόμη και όποιος από μας ετοιμαζόταν να έρθει στις εκλογές 45 μέρες πριν, μπορούσε να μείνει έξω από τη χώρα. Γιατί το περιφημο χαρτί δεν θα ερχόταν παρά μόνον όταν θα ήταν αργά. 

Δεν ήταν παράλογο σαν σενάριο. Ειδικά καθώς όλη την προηγούμενη εβδομάδα ήμουν συνέχεια σε επαφή με ανθρώπους που είναι βέβαιο πως παρακολουθούνται – έχουν μεγάλο παρελθόν με τις αρχές και την αστυνομία, προς τιμήν τους. Ακόμη περισσότερο, γιατί σύμφωνα με τον Φινλανδό, που οι πηγές του δεν ήταν πολιτικές, το τελευταίο οκταήμερο δεν έμπαιναν καν στον κόπο να εξετάσουν το συγκεκριμένο σύστημα και να απαντήσουν στα αιτήματα. «Είχε χαλάσει το σύστημα». Το είδαμε κι εμείς, εκείνη τη Δευτέρα που μπαίναμε και ξαναμπαίναμε μπας και…

Τη Δευτέρα, νωρίς το απόγευμα, μάθαμε ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ του υπουργείου εσωτερικών και του υπουργείου υγείας της Χιλής, για την υπόθεσή μας. Η σολομώντειος λύση προέβλεπε πως, ναι μεν θα μας επιτρεπόταν η έξοδος από το αεροδρόμιο, αλλά υπό τον όρο ότι θα μπαίναμε σε καραντίνα, ή για επτά ημέρες ή μέχρι να βγει το περίφημο χαρτί. 

Όλη η χαρτούρα ξανάγινε. Ξαναπήγαμε για ελέγχους, για pcr, δηλώσαμε τη διευθυνση μας στο Σαντιάγο, περάσαμε από την αστυνομία να πάρουμε τα διαβατήρια που κρατούνταν, ψάξαμε να βρούμε αν υπήρχε κάποιος από την KLM να πάρουμε τις βαλίτσες μας, δεν υπήρχε, φύγαμε χωρίς αυτές. Αλλά φύγαμε. 

Εν τω μεταξύ, το διαμέρισμα που είχαμε κλείσει είχε ακυρώσει την κράτηση. Μόλις δύο ώρες πριν μάθουμε ότι το πρόβλημα θα λυνόταν. Ευτυχώς προλάβαμε να μη δοθεί αλλού. Κολυμπούσαμε μες σε ένα μικρό χάος μες στα whatsapp των δύο κυριών, του διαμερισματάρχη, των ανθρώπων με τους οποίους είχαμε κλείσει συνέντευξη και έπρεπε να ενημερώσουμε, να αλλάξουν μέρες και ημερομηνίες, να ξαναβγούν προγράμματα. Βγήκαμε έξω κουρασμένοι, αλλά με την ελπίδα του ζεστού μπάνιου, του κρεβατιού και του τσαγιού με τσιγάρο στο μπαλκόνι. 

Φτάσαμε στο αεροδρόμιο Κυριακή 14/11/2021 στις 8:30μμ, και βγήκαμε από αυτό στις 9:17μμ την Δευτέρα 15/11/2021. Παραμένουμε σε καραντίνα. Οφείλουμε καθημερινώς, ακόμη και μετά την καραντίνα, να ενημερώνουμε σχετική app για τα συμπτώματά μας, αν εμφανιστούν – και, στην καραντίνα, και για την παρουσία μας στο σπίτι. Περιμένουμε τον οργανισμό υγείας να μας ελέγξει – η συμβουλή των χιλιάνων φίλων είναι να μη πάμε ούτε ως την αυλή κάτω γιατί «αφου δε σας θέλουν σίγουρα θα σας διώξουν». Ζούμε με την αίσθηση της διαρκούς παρακολούθησης από έναν αόρατο, τιμωρητικό μηχανισμό, που αποφασίζει, διατάσσει και υποχρεώνει σε υλοποίηση. Έχει τον τρόπο. Λέγεται αυστηρή τήρηση της γραφειοκρατίας.

Στην επικοινωνία μας, το υπουργείο Εσωτερικών μας ενημέρωσε ό,τι δεν μπορεί να κάνει τίποτε παραπάνω προς το παρόν. Μόνο αν έρθει το περίφημο χαρτί. Πιέζει, μας είπε, προς αυτή την κατεύθυνση, μόνο αυτό μπορεί πια να κάνει. Οι βαλίτσες μας, ο τρίποδας, τα μισά εργαλεία της δουλειάς μας, στην καλύτερη περίπτωση βρίσκονται ακόμη στο αεροδρόμιο. 

Λίγες ώρες πριν δημοσιευτεί αυτό το άρθρο μάθαμε, από το σωματείο δημοσιογράφων ξένου Τύπου της Χιλής, ότι «είναι πολλοί οι συνάδελφοι που έχουν αντιμετωπίσει τα ίδια» και βρίσκονται στην ίδια ακριβώς κατάσταση. Το σωματείο προσπαθεί να παρέμβει ώστε να απελευθερωθούμε όλοι.

Προς το παρόν: Είμαστε καλά. Είμαστε στη Χιλή. Έχουμε κλείσει τις πρώτες συνεντεύξεις, αλλά για καλό και για κακό όσες θα γίνουν βίντεο τις μεταφέραμε από το Σαββατοκύριακο και μετά. Είμαστε στο σπίτι της καραντίνας. Και αναρωτιόμαστε πόσο τυχαία ή μη τυχαία είναι όλα αυτά. Το ρεπορτάζ, επ’ αυτού, μένει λειψό. Προς το παρόν. Όμως είμαστε εδώ. Και θα γίνει.