Απορρίφθηκε η εξαίρεση των μέσων ενημέρωσης από τις διαπραγματεύσεις για την DSA – έχει όμως πιθανότητες επιστροφής

«Υπάρχουν τουλάχιστον εννέα υποθέσεις ανταγωνισμού, οι οποίες δείχνουν όλες ξεκάθαρα ότι υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρηματικοί χρήστες, όπως οι εκδότες, αποκτούν πρόσβαση στην αναζήτηση και τα κοινωνικά δίκτυα με όρους μη διάκρισης». [alexsmaga/Shutterstock]

Η προσπάθεια να εξαιρεθούν τα μέσα ενημέρωσης από τους νέους κανόνες για τον έλεγχο περιεχομένου απορρίφθηκε μετά την αντίθεση όλων των μεγάλων πολιτικών ομάδων. Η μάχη όμως δεν έχει τελειώσει.

Η Κρίστελ Σαλντεμόσε, η νομοθέτης της ΕΕ που ηγείται των διαπραγματεύσεων για την Πράξη για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (DSA), δεν βρήκε καμία υποστήριξη για το θέμα αυτό στη συνάντησή της με μέλη του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την Τρίτη (23 Νοεμβρίου).

Η εξαίρεση των μέσων ενημέρωσης έχει πλέον φύγει από το τραπέζι, αφού όλες οι πολιτικές ομάδες τάχθηκαν κατά των μέτρων. Μόνο οι σοσιαλδημοκράτες της Σαλντεμόσε και οι εκπρόσωποι των επιτροπών Νομικών Θεμάτων (JURI) και του Πολιτισμού (CULT) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα υποστήριξαν.

Η πρόταση ήρθε στο προσκήνιο στα τέλη του καλοκαιριού μετά από ώθηση του υπουργείου Πολιτισμού της Γαλλίας. Το τελευταίο ενημέρωσε τους Γάλλους ευρωβουλευτές ότι δεν πρέπει να επιτρέψουν στις πλατφόρμες να θέτουν σε κίνδυνο την ελευθερία του Τύπου. Τα μέτρα εισήλθαν στις πολιτικές συζητήσεις της DSA μέσω της γνωμοδότησης της επιτροπής CULT επί του φακέλου.

Για την Άντζελα Μιλς Γουέιντ, την εκτελεστική διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εκδοτών, η DSA «δεν λαμβάνει υπόψη τη δύναμη που ασκούν οι πλατφόρμες επί του νόμιμου περιεχομένου, το οποίο διαδίδεται μέσω των δικτύων τους και τελεί υπό τον συντακτικό έλεγχο και τη νομική ευθύνη των εκδοτών του Τύπου (ή των ραδιοτηλεοπτικών φορέων)».

Η Μιλς Γουέιντ τόνισε ότι ο τομέας των μέσων ενημέρωσης είναι νομικά υπεύθυνος για όσα δημοσιεύει. Επομένως δεν θα πρέπει να υπόκειται στον εκδοτικό έλεγχο των διαδικτυακών πλατφορμών που αποφασίζουν μονομερώς τους όρους και τις προϋποθέσεις τους.

Ωστόσο, η πρόταση προκάλεσε την έντονη αντίδραση της παραπληροφορητικής κοινότητας, η οποία τη θεώρησε επικίνδυνο νομικό «παραθυράκι». Οι επικριτές σημείωσαν ότι μπορεί να χρειαστούν αρκετές εβδομάδες για να κριθεί παράνομο το περιεχόμενο- πολύ αργά στην ταχέως εξελισσόμενη ψηφιακή σφαίρα.

«Η εισαγωγή μιας εξαίρεσης για τα μέσα ενημέρωσης στο DSA ισοδυναμεί με την ακύρωση μεγάλου μέρους από την πρόοδο που έχει γίνει για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης τα τελευταία χρόνια», δήλωσε στη EURACTIV ο Αλεξάντρ Αλαφιλίπ, εκτελεστικός διευθυντής του EU DisinfoLab.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έκρυψε επίσης την αντίθεσή της στην πρόταση, με την αντιπρόεδρο Βέρα Γιούροβα να την ορίζει ως μία από εκείνες τις «καλές προθέσεις που οδηγούν στην κόλαση».

«Πιθανότατα να αποδυναμώσει τη λογοδοσία στο πεδίο της διάδοσης της παραπληροφόρησης, πράγμα που επιδιώκει να καθιερώσει η DSA», δήλωσε εκπρόσωπος της Επιτροπής στη EURACTIV.

Η κύρια ανησυχία αφορά ειδικά τα μέσα ενημέρωσης που σκοπίμως διαδίδουν παραπληροφόρηση ή κρατική προπαγάνδα. Για παράδειγμα, ο πρόσφατος αποκλεισμός από το YouTube του ρωσικού κρατικού ραδιοτηλεοπτικού φορέα RT για τη διάδοση παραπληροφόρησης σχετικά με την πανδημία COVID-19 δεν θα ήταν δυνατός υπό μια εξαίρεση σαν αυτή.

Πίσω από την στροφή 180 μοιρών της Γαλλίας για το θέμα, βρίσκεται ο φόβος ότι η εν λόγω πρόταση θα άνοιγε την πόρτα σε ξένες παρεμβάσεις,

Την περασμένη εβδομάδα, η Ευρωπαϊκή Ένωση Εκδοτών Εφημερίδων (ENPA) και η Ευρωπαϊκή Ένωση Περιοδικών (EMMA) απέστειλαν επιστολή στους ευρωβουλευτές προτείνοντας μια τροπολογία. Η εν λόγω τροπολογία μεταφέρθηκε τελικά σχεδόν λέξη προς λέξη στο προτεινόμενο συμβιβαστικό κείμενο της Σαλντεμόσε που συζητήθηκε την Τρίτη.

Ενώ η εξαίρεση των μέσων ενημέρωσης απορρίφθηκε στο επίπεδο των συζητήσεων εντός της επιτροπής Πολιτισμού , υπάρχουν ακόμα πιθανότητες να κατατεθεί ως τροπολογία από την ίδια επιτροπή εν όψει της ψηφοφορίας στην ολομέλεια.

«Γίνονται πολλές παρασκηνιακές συζητήσεις της τελευταίας στιγμής», δήλωσε στη EURACTIV πηγή ενημερωμένη για το θέμα, προσθέτοντας ότι «η προσοχή στρέφεται προς το Συμβούλιο και κυρίως προς τη γερμανική κυβέρνηση».

Τον Οκτώβριο, η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Γερμανίας στην ΕΕ έδωσε στους ευρωβουλευτές ένα συμβιβαστικό κείμενο σχετικά με την εξαίρεση των μέσων ενημέρωσης. Η πρόταση προέβλεπε ότι οι διαδικτυακές πλατφόρμες που σκόπευαν να αφαιρέσουν περιεχόμενο μέσων ενημέρωσης που παραβιάζει τους όρους και τις προϋποθέσεις τους, θα έπρεπε πρώτα να ενημερώσουν τα σχετικά μέσα και να ακούσουν τις αιτιολογίες τους.

«Το γεγονός ότι η γερμανική ΜΑ μπόρεσε ακόμη και να μοιραστεί ένα τέτοιο κείμενο σημαίνει ότι αναπτύχθηκε μια διυπουργική θέση στο Βερολίνο, κάτι που για όποιον γνωρίζει πώς λειτουργεί η γερμανική κυβέρνηση φαντάζει αδύνατο», πρόσθεσε η πηγή.

Ωστόσο, κανένας εκπρόσωπος της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Γερμανίας δεν ήταν άμεσα διαθέσιμος για να σχολιάσει τα παραπάνω.

Η Γερμανία μάλλον δεν είναι μόνη της σε αυτή τη θέση, καθώς οι σκανδιναβικές χώρες είναι παραδοσιακά δεκτικές στο επιχείρημα της ελευθερίας της έκφρασης.

Παρ’ όλα αυτά, οι προσπάθειες του τομέα των μέσων ενημέρωσης να ελέγχει το διαδικτυακό περιεχόμενό δεν περιορίζονται στην DSA. Παρόμοιες προσπάθειες εντοπίστηκαν με κοινή διατύπωση και στην αδελφή πρόταση της DSA, την Πράξη για τις Ψηφιακές Αγορές (DMA).

Η πρωτοβουλία της Δανίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας ζητούσε να επεκταθεί η υποχρέωση παροχής δίκαιης, εύλογης και αμερόληπτης πρόσβασης στις μηχανές αναζήτησης και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Μια διπλωματική πηγή της ΕΕ δήλωσε στη EURACTIV ότι η εν λόγω κοινή διατύπωση ήταν αποτέλεσμα πιέσεων από τους εκδότες, προσθέτοντας ότι «η DMA δεν θα πρέπει να δημιουργήσει έναν υποχρεωτικό κανόνα για την αναμετάδοση δημοσιογραφικού περιεχομένου από ορισμένες πλατφόρμες».

Ορισμένοι θεωρούν ότι η πρόταση αυτή θα μπορούσε να αναγκάσει τις διαδικτυακές πλατφόρμες να μεταδίδουν περιεχόμενο μέσων ενημέρωσης, όπως ακριβώς υποχρεούνται να κάνουν ορισμένα δίκτυα με τις ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές.

Η Μιλς Γουέιντ ,του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εκδοτών, χαρακτήρισε το επιχείρημα αυτό ως παραπλανητικό, τονίζοντας ότι οι υποχρεώσεις αναμετάδοσης είναι ένα ξεχωριστό θέμα.

«Υπάρχουν τουλάχιστον εννέα υποθέσεις ανταγωνισμού, οι οποίες δείχνουν όλες ξεκάθαρα ότι υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρηματικοί χρήστες, όπως οι εκδότες, αποκτούν πρόσβαση στην αναζήτηση και τα κοινωνικά δίκτυα με όρους μη διάκρισης», πρόσθεσε η Μιλς Γουέιντ.